- φίλτερ'
- φίλτερα , φίλτεροςneut nom/voc/acc plφίλτερε , φίλτεροςmasc voc sgφίλτεραι , φίλτεροςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.